- προσεξεύρεσις
- -έσεως, ἡ, Α [προσεξευρίσκω]1. πρόσθετη, συμπληρωματική εφεύρεση2. ανακάλυψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεξευρέσεσιν — προσεξεύρεσις additional discovery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεξεύρημα — ήματος, τὸ, Μ [προσεξευρίσκω] η προσεξεύρεσις* … Dictionary of Greek